Τετάρτη 30 Μαΐου 2007



ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ



Ήταν μιά φορά (…ένας καιρός, που σ’ όλους τους καιρούς επαναλαμβάνει αυτή τη “μία φορά” - και μάλιστα, την επαναλαμβάνει ως μοναδική: έτσι, που να γίνεται μοναδική τί ήταν; Ήταν δύο άνθρωποι που ήθελαν να συνομιλήσουν. Κι ας αφήσουμε προσωρινά τις άλλες λεπτομέρειες, π.χ. ότι το ήθελαν αληθινά, και το ποθούσαν διακαώς, και με όλους τους τρόπους κλπ.
Εννοείται ότι ήταν χωρισμένοι - τους χώριζε μιά απόσταση - γιατί αλλοιώς δε θα ετίθετο ζήτημα συνομιλίας, όπως δεν τίθεται θέμα συνουσίας δίχως τον χωρισμό που λέγεται άνδρας και γυναίκα. Και δεν ξεχνάμε βέβαια ότι ο χωρισμός “άνδρας και γυναίκα” δεν έπεσε από τον ουρανό - τουλάχιστον δεν έπεσε χωρίς κάποιον τρίτο που κι αυτός μιλούσε, ας πούμε το φίδι. Κι ας αφήσουμε τώρα ότι αυτός ο τρίτος, το φίδι, μιλούσε και π[πριν πέσουν από τον ουρανό. ΄Η μήπως αυτό, δεν πρέπει να το αφήσουμε; Διότι, λέει, δεν θα είχαν καν πέσει, αν δεν μιλούσε εξ αρχής το φίδι.
Ήταν λοιπόν μιά φορά που, για την ακρίβεια, επρόκειτο για μιάν ακόμα φορά ή καλύτερα: για το “ακόμα μιά φορά”. Υπενθυμίζω ότι σ’ αυτό βασίζεται η αναπνοή - άλλωστε στην αναπνοή βασίζεται και η φωνή. Ήθελαν λοιπόν να συνομιλήσουν, αλλά η απόσταση που τους χώριζε ήταν πολύ μεγάλη αυτή την φορά. Γιατί ο ένας ήταν στη Ρώμη κι ο άλλος στη Αθήνα, το έτος 155 μ.Χ.
Λέγαμε ότι αυτό το “ακόμα μιά φορά” δεν ήταν η επιθυμία μιάς ανόητης ή άσκοπης επανάληψης, αλλά κατ’ ουσίαν μιά ζωοποιός λειτουργία. Γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος είχαν συμφωνήσει, εκ των προτέρων, να καταφύγουν σ’ ένα μέσο τηλεπικοινωνίας που δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από την πανσέληνο. Η καθυστέρηση, μιά ανυπόφορη συνέπεια της γεωγραφικής απόστασης, θα εκμηδενιζόταν λόγω της οπτικής αμεσότητας. Εμψυχώνοντας (ο ένας από τη Ρώμη κι ο άλλος από την Αθήνα) το φαινόμενον της πανσελήνου ως ένα κοινόν σημαίνον, θα μπορούσαν να συνομιλήσουν. Εξάλλου, και οι δύο ήταν θιασώτες της δια των αισθήσεων σχολής που σκέπτεται βάσει της αρχής: “…φαίνεται το πράγμα”.
Πάντως, ο ένας εκ των δύο (που τώρα βρισκόταν στη Ρώμη) τόνιζε κατ’ επανάληψη στους Αθηναίους, ότι καμμιά αισθητηριακή εντύπωση δεν μπορεί να εγγυηθεί την αντιστοιχία της με τα γεγονότα. Ώστε το γεγονός ότι “…φαίνεται το πράγμα” είναι παραπλανητικό αν δεν αντιληφθούμε ότι το πράγμα φαίνεται όχι μόνον οπτικά αλλά και σύμφωνα με αυτό που θέλει να πει η έκφραση: “μιλάει το πράγμα”. Άρα, θα έπρεπε να συμπληρώσουμε: “φαίνεται το πράγμα, που λέει ο λόγος”. Και αντίστοιχα: “μιλάει το πράγμα, που λέει ο λόγος”. Το “…που λέει ο λόγος” παραλείπεται ως αυτονόητο. Είναι όμως εξίσου και ευνόητο; Βέβαια, είναι και αυτονόητο και ευνόητο όταν λέμε ότι “μιλάει το πράγμα” (μερικές φορές μάλιστα, προσθέτοντας με έμφαση: “…μόνο του”). Διότι δεν εννοούμε ότι μιλάει με φωνή, αλλά μάλλον ότι ακούμε φωνή: αυτός είναι ο “λόγος” ως η φωνή που σωπαίνει, πλην την ακούμε μέσα μας - ή ακριβέστερα, στην επιφάνεια, φανέρωση, του μέσα που λέγεται συνείδηση. Δεν είναι όμως τόσο ευνόητο ότι λέγοντας “φαίνεται το πράγμα” πάλι… φωνή… ακούμε! Μπορεί και να νομίζουμε ότι μόνον οπτικά φαίνεται - ότι οπτικά εννοούμε και την σημασία του. Αυτό θα ήταν μεγάλο λάθος να το υποστηρίξει ακόμα κι ένας κωφάλαλος, ακόμα κι ένας εμπειριστής, ακόμα και για την οπτική της πεντάμορφης. Διότι συμβαίνει και πάλι, όταν δηλαδή “φαίνεται το πράγμα”, να ακούμε φωνή.
Επομένως μιλούσε. Και μιλούσε καλά , αυτό όλοι το ήξεραν και μερικοί το έτρεμαν.