Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007



Δεν ήταν πολύ γέρος, είχε μοναχά καμπουριάσει πια για τα καλά κι έμεινε πάντα, φτωχός κι ολομόναχος, σ’ ένα απομονωμένο καλύβι στους πρόποδες του λόφου. Διασταυρωθήκαμε τυχαία στην Πλατεία. Μόλις με είδε ανάβλεψε κι έβγαλε αμέσως τον σκούφο του και σκύβοντας πιο βαθιά, μου έτεινε:
- Καλή σου μέρα, κυρ-Γιώργο.
Κάποιοι με κοίταξαν περίεργα, σχεδόν εχθρικά. Τον πλησίασα και του έδωσα το χέρι.
-Τι κάνει ο Μπούμπης; Τον ρώτησα.
-Μια χαρά είναι. Σε χαιρετάει, μου απάντησε και βιάστηκε να φύγει σαν να ντρεπόταν.
Προχώρησα κι εγώ φέρνοντας στον νου μου την περσινή του νυχτερινή κι απρόσμενη επίσκεψη, όταν ζητώντας μου συνέχεια συγγνώμη και κλαίγοντας μ’ αναφιλητά μου ζήτησε, αφού ήξερα από σκυλιά, να πάω να δω τον Μπούμπη, το γέρικο σκυλί του, που του πέθαινε. «Κάτι θα καταλάβεις, εσύ που τα ξέρεις τα ζώα αυτά» επέμενε. Κι ύστερα κατεβάζοντας το κεφάλι «Ζήσαμε μαζί πάνω από δέκα χρόνια και θέλω να φύγω πριν από τον Μπούμπη», πρόσθεσε.