Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007



Τα γεροντάκια κάθονταν όπως κάθε μέρα από τότε, που βγήκαν στην σύνταξη, στα παγκάκια δίπλα στο άγαλμα του Βαρβάκη, του μεγάλου μας Ευεργέτη, στο Ζάππειο. Κρατούσαν χαλαρά τα ξύλινα μπαστούνια τους, με τις ρεπούμπλικες ριγμένες πίσω, λιάζονταν κι η ζεστασιά διαπερνούσε τα ρούχα τους ευεργετικά και ξανάνιωνε τα κουρασμένα τους κόκαλα. Απολάμβαναν ακίνητοι το ηλιόλουστο πρωινό μέχρι να ’ρθει ο Μαθηός, ο αρχηγός τους στις ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις, που γέμιζαν την απέραντα κενή πρωινή τους καθημερινότητα. Τους άρεζαν αυτές οι συζητήσεις όλο, πάθος, η εγρήγορση της σκέψης τους κι η συντροφικότητα τους αλάφρωνε την μοναξιά και το συναίσθημα της αχρηστίας, που τους τόνιζαν καθημερινά οι συνομήλικες γυναίκες τους.

Ο Μαθηός είχε αυτοχριστεί αρχηγός τους και, καθώς ήταν αρκετά νέος ακόμα, μόλις είχε πατήσει τα εξήντα-εφτά, άντεχε καλά. Ο Μαθηός, παλιός σιδηροδρομικός υπάλληλος και φανατικός οπαδός ακόμα και τώρα, μετά τόσα χρόνια, του Πλαστήρα, που τον είχε συνταγματάρχη στο Εσκί-Σεχήρ και τον αποκαλούσε τρυφερά ο Μαύρος μας Καβαλάρης, ερχόταν αργά στο Ζάππειο. Ξυπνούσε νωρίς το πρωί και μετά τον καφέ του, βαρύ γλυκό, παρακαλώ, και το κριθαρένιο παξιμάδι, κατηφόριζε στην Πλατεία, στο περίπτερο του φίλου του, του Στάμου, αυτό δεξιά, και ξεκοκάλιζε τις εφημερίδες, ακόμα και τις αθλητικές. Έτσι είχε υλικό για συζήτηση και ανάλυση με τα άλλα γεροντάκια δίπλα στο άγαλμα του Βαρβάκη, του Μεγάλου μας Ευεργέτη, στο Ζάππειο.

Όμως την μέρα εκείνη τα νέα ήσαν πενιχρά. Για μια φορά η κυβέρνηση δεν είχε κάνει σοβαρή γκάφα, ληστείες και βιασμοί δεν κοσμούσαν τις εσωτερικές σελίδες. Για μια, σπάνια, φορά, όλα έβαιναν καλά στον κόσμο τούτο αλλά, άσχημα για τον Μαθηό. Τι να τους έλεγε σήμερα για να ξεφύγουν από την ανία του παροπλισμένου; Έφτασε κοντά τους, καλημέρισε και κάθισε στο παγκάκι. Άνοιξε το παλτό του να τον χαϊδέψουν οι ηλιαχτίδες. Κοίταξε τους συντρόφους του φιλικά. Τι να τους έλεγε σήμερα; ξανασκέφτηκε. Αλλά, να, με την άκρη του ματιού είδε ένα νεαρό ν’ ανηφορίζει απ’ τους Στύλους του Ολύμπιου Δία. Εστίασε την ματιά του πάνω του, ο νεαρός κρατούσε ένα ρολόι τοίχου μ’ εμαγιέ στεφάνι κι όλο πλησίαζε. Δεν ήταν παραπάνω από είκοσι τριών ετών, περπατούσε αργά, κρατούσε το ρολόι σαν να ‘ταν εικόνα κι ο Μαθηός φευγαλέα θυμήθηκε τις λιτανείες σε περιόδους λιμών. Τα μαλλιά του ήσαν αχτένιστα και κολλούσαν στο μέτωπο, ο νεαρός ήταν κίτρινος σαν φλουρί. Πλησίασε και σωριάστηκε στο παγκάκι, δίπλα τον Μαθηό. Τα γεροντάκια τον κοίταζαν μ’ ενδιαφέρον αλλά και συμπόνια, το παιδί φαινόταν χαμένο.

-Γεια σου, καλόπαιδο, του ’πε καλοσυνάτα ο Μαθηός. Τα γεροντάκια τέντωσαν τ’ αυτιά. Τελικά ο Μαθηός τα κατάφερε, με κάτι θ’ ασχολιόντουσαν πριν το μεσημεριανό φαγητό. Ο νεαρός σήκωσε τα μάτια σαν να τους έβλεπε για πρώτη φορά. Μετά καρφώθηκαν απλανή στο ρολόι.

-Οκτώ κι είκοσι πέντε. Σταμάτησε στις οκτώ κι είκοσι πέντε, είπε αχνά.

Ο Μαθηός γλίστρησε στο παγκάκι σιμότερά του. Ο νεαρός ήταν τεντωμένος σαν χορδή. Ο Μαθηός τον άγγιξε στον ώμο.

-Τι σου συμβαίνει; Τον ρώτησε γλυκά.

-Οκτώ κι εικοσι πέντε. Σταμάτησε στις οκτώ κι είκοσι πέντε, επανέλαβε ο νεαρός κι ανατρίχιασε.

-Τι έγινε στις οκτώ κι είκοσι πέντε; Πώς σε λένε; ρώτησε ο Μαθηός.

-Πες μου, ακούμπησε πάνω μου, συμπλήρωσε.

Ο νεαρός γύρισε και τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά.

-Ευχαριστώ, είπε αχνά. Με λένε Μιχάλη. Μιχάλη Ντόβα.

Αναστέναξε βαθειά. Τα γεροντάκια στα διπλανά παγκάκια κινήθηκαν νευρικά, δεν άκουγαν, τι να ψιθύριζαν ο Μαθηός και το παλικαράκι; Φαίνονταν σαν να ‘χαν κολλήσει ο ένας πάνω στον άλλον, βρήκε ο τέντζερης το καπάκι, ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ, απομακρύνονταν από τους γύρω τους, τους έλουζε το φως. Ο νεαρός αναστέναξε βαθειά, πλησίασε ασυναίσθητα το κεφάλι του στο αυτί του Μαθηού.

-Πες μου τα όλα, θα σε νοιώσω, του είπε ο Μαθηός.

Ο νεαρός αναστέναξε πάλι.

-Πέθαν’ η μάνα μου. Απ΄ το γκάζι. Γύρισα απ’ τη δουλειά, πλύθηκα κι η καημένη σηκώθηκε να μου ψήσει ένα καφέ πριν κοιμηθώ, πίνω πάντα έναν ελαφρύ πριν κοιμηθώ, είμαι νυχτοφύλακας, δούλευα στου Παυλίδη. Κι όταν άναψε το σπίρτο, ένα γουφ!, ένα μπαμ!, το δωμάτιο θρύψαλα, πάει κι η μάνα μου. Καταλαβαίνεις; Πάει κι η μάνα μου, κομμάτια. Το μόνο, που ‘μεινε άθικτο είναι το ρολόι. Οκτώ κι εικοσιπέντε…

Οι λιγνοί του ώμοι τραντάχτηκαν απ’ τ’ αναφιλητά.

-Τώρα δεν έχω πού να πάω, απ’ τη δουλειά μ’ έδιωξαν, δεν άντεχα πια το σκοτάδι, μ’ έπνιγαν οι διαβόλοι.

Ο Μαθηός τον αγκάλιασε απαλά. Το βλέμμα του κινήθηκε πάνω απ’ τα δέντρα, προς την Πλάκα και την Ακρόπολη κι ακόμα πιο πέρα. Ένοιωθε το παιδί αυτό κιόλας σαν δικό του, αυτός, που ποτέ δεν κατάφερε να ‘χει οικογένεια, που πέρασε μια ζωή στα τραίνα, να ξαναζεί στις ατέλειωτες μοναχικές διαδρομές την Μικρασία και τον Μαύρο Καβαλάρη. «Άσπρος Καβαλάρης εγώ, μ’ άσπρο άλογο», σκέφτηκε. Είχε πάρει την απόφασή του. Σηκώθηκε.

-Έλα, Μιχάλη, είπε στο παιδί. Πάμε να φάμε. Θα μείνεις μαζί μου, σπίτι μου. Όσο θες. Νέος είσαι, θα τα καταφέρεις.

Αγκαλιαστά απομακρύνθηκαν αργά.

Ο Μαύρος Καβαλάρης νικούσε πάντα στο Εσκί Σεχήρ.

Τα γεροντάκια κάθονταν στα παγκάκια δίπλα στο άγαλμα του Βαρβάκη, του Μεγάλου μας Ευεργέτη, στο Ζάππειο και λιάζονταν.